- ακύλιστος
- η , ο [ος , ον ]1) несказанный; 2) неукатанный (о дорожке и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακύλιστος — και ακύλητος και ακύλιγος, η, ο (Α ἀκύλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά νεοελλ. αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου αρχ. φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κυλιστός… … Dictionary of Greek
ακύλιστος — η, ο αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν μπορεί να κυλιστεί: Η πέτρα που έφραζε την πόρτα της σπηλιάς ήταν ακύλιστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκύλιστον — ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem acc sg ἀκύλιστος not to be rolled about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυλίστῳ — ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκυλίστωι — ἀκυλίστῳ , ἀκύλιστος not to be rolled about masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)